Από το βιβλίο του Κώστα Τσίπηρα "Ο ήχος του Καραγκιόζη" Εκδόσεις
Λιβάνη, Αθήνα 2001, σελ. 357, αναδημοσιεύουμε ένα μέρος του
προλόγου.
Δεν ήταν μια οποιαδήποτε πόλη της αδικημένης ελληνικής περιφέρειας τότε το Λουτράκι. Και σε καμιά περίπτωση δεν έμοιαζε με το σημερινό άχρωμο,·μολυσμένο και αρχιτεκτονικά κακοποιημένο πολεοδομικό συγκρότημα. (…)
Ο πατέρας μου δεν είχε στραμμένο το βλέμμα του αποκλειστικά προς τη Δύση και τον πολιτισμό της. Φρόντισε να δείξει στο γιο του και τον πολιτισμό που ήρθε από την Ανατολή και ρίζωσε στον τόπο μας. “Να αγαπάς, όσο ζεις, τον Καραγκιόζη”, ήταν τα λόγια που μου είπε ένα βράδυ. “Γιατί ο Καραγκιόζης είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος Έλληνας τα τελευταία χρόνια”.
Τα λόγια του αυτά με συγκλόνισαν και, παρότι ήμουν παιδάκι τότε, δεν τα ξέχασα ποτέ. Έπρεπε βέβαια να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες, για να καταλάβω τι κρυβόταν πίσω από εκείνες τις μαυρόασπρες φωτογραφίες του οικογενειακού μας άλμπουμ από τη δεκαετία του ’50.
Το φόντο τους, πίσω από τα χαμόγελα των προσφιλών μου προσώπων, ήταν δυστυχώς το μελαγχολικό σκηνικό μιας Ελλάδας και των ανθρώπων της, που αφενός μεν έβγαιναν κατεστραμμένοι από τη δίνη του Εμφυλίου, αφετέρου δε ετοιμάζονταν, στο όνομα της χωρίς όρια ανάπτυξης, να αλλάξουν σε λίγα χρόνια τα τοπία που αγαπήσαμε, τις ανθρώπινες σχέσεις που βιώσαμε, τον πολιτισμό που θα θέλαμε να υπάρχει και σήμερα...
Όμως ο πατέρας μου, εκείνο το βράδυ, δε με είχε πάει στον Καραγκιόζη για να περάσω την ώρα μου και να κερδίσει τη δική του. Με είχε πάει για να με μυήσει σε μια τέχνη. (…)
Ο Κωνσταντίνος Νταμαδάκης ή Καρεκλάς δεν ήταν όποιος όποιος. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου Σκιών. Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερνε να παίζει συνεχώς, για πενήντα και βάλε χρόνια, σε μια δύσκολη καραγκιοζομάνα πιάτσα σαν το Λουτράκι, έλεγε πολλά. Γιατί στο Λουτράκι, την εποχή εκείνη, ο κόσμος ήξερε Καραγκιόζη. Όχι σαν σήμερα όπου ο πρώτος τυχών και ατάλαντος ηθοποιός μεταμορφώνεται σε καραγκιοζοπαίχτη για να κοροϊδέψει τον κόσμο...
Ο πατέρας μου φρόντιζε βέβαια να με πηγαίνει και το χειμώνα στους αρκετούς και αξιόλογους μπερντέδες που υπήρχαν τότε στην Αθήνα και στον Πειραιά, όμως εγώ με τίποτα δεν μπορούσα να δεχτώ να ακούσω τη φωνή άλλου καραγκιοζοπαίχτη!
Για μένα ο Καραγκιόζης είχε ταυτιστεί με τη φωνή του Καρεκλά. Ή αυτός ή τίποτα! Σήμερα ο Καραγκιόζης, για μένα (και λυπάμαι αν θα πικράνω κάποιους), δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά οι φωνές του Μάνθου Αθηναίου και του Σπυρόπουλου.
Οι χειμώνες περνούσαν δύσκολα λοιπόν, με λίγο Καραγκιόζη, λίγο μπαρμπα-Μυτούση και λίγο κουκλοθέατρο, και ανυπομονούσα να έρθει το επόμενο καλοκαίρι για να ξαναρχίσουν οι παραστάσεις του Νταμαδάκη στο Λουτράκι.
Ο Νταμαδάκης έπαιζε τότε σε ένα μικρό θεατράκι στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ένα βράδυ, θα πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών, το τόλμησα, δεν ξέρω πώς. Ήθελα να δω και τι υπήρχε πίσω από το λευκό πανί.
Τρυπώνω λοιπόν πίσω από τον μπερντέ, σε μια στιγμή που ο μπαρμπα-Κώστας, έτσι τον έλεγα, ήταν μαζί με τη γυναίκα του στο ταμείο, στην είσοδο του θεάτρου (1 δραχμή είχε το εισιτήριο, θυμάμαι!) και αρπάζω στα χέρια μου τη φιγούρα του Καραγκιόζη, την κολλάω λίγο άγαρμπα στο πανί κι αρχίζω να μιλάω με τη φωνή του ήρωα μου!
Δε θα πρέπει να πέρασε πολλή ώρα, κι αισθάνθηκα ένα χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Ήταν ο μαστρο-Κώστας. Φοβήθηκα μη με χτυπήσει για την απερισκεψία μου.
Όμως ο μαστρο-Κώστας δε με χτύπησε. Μου έπιασε απαλά τον ώμο και μου είπε: “Λάθος την κρατάς τη φιγούρα, παιδί μου. Έλα να σου δείξω πώς να την κρατάς”.
Με είχε ήδη προσέξει, ήξερε ότι κάθε βράδυ ερχόμουν και ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου.
Και δε μου έδειξε απλώς πώς να κρατάω τη φιγούρα, αλλά ένα βράδυ που έλειπε η κόρη του, η Λέλα, που, εκτός από καλή τραγουδίστρια τραγουδιών του Καραγκιόζη, ήταν και καλή βοηθός του, μου ζήτησε και να τον βοηθήσω.
Η καρδιά μου φτερούγιζε στα ουράνια! Εγώ βοηθός του Νταμαδάκη! Στην παρέα δε με πίστευαν!
Τα χρόνια περνούσαν ευτυχισμένα κι εγώ εξακολουθούσα να παίζω, έστω και σαν δεύτερος και τρίτος βοηθός, στον Καραγκιόζη. Τι τύχη! Άλλα παιδάκια της ηλικίας μου έπαιζαν με αυτοσχέδιες φιγούρες μεταξύ τους, κι εγώ με πραγματικές φιγούρες, για ένα πραγματικό κοινό! (…)
Η ευκαιρία για να ξανασχοληθώ με τον Καραγκιόζη μου δόθηκε το 1976. Φοιτητής στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης, για το χαρτζιλίκι και για το κέφι μου, δουλεύω γράφοντας άρθρα στα περιοδικά Ήχος και Ταξιδεύοντας. Κάποια στιγμή μου έρχεται η ιδέα να γράψω μια σειρά άρθρων με τίτλο: “Ο Ήχος του Καραγκιόζη”.
Πρώτη μου επαφή ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης «Ορέστης» (Ανέστης Βακάλογλου), που τον είχα γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα, σε κάποιο από τα ατέλειωτα ταξίδια μου στους ελληνικούς τόπους. Ο Ορέστης ήταν αυτός που με έφερε σε επαφή με το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών, που μου γνώρισε τους υπέροχους Νιόνιο Αλεξόπουλο, Παναγιωτάρα και Βασίλαρο, που μου έδωσε την ευχάριστη είδηση: Όχι! Ο Νταμαδάκης δεν είχε πεθάνει! Ζούσε φτωχός και λησμονημένος σε ένα σπίτι στο Περιστέρι.
Όταν πήγα να τον ξαναδώ -είχαν μόλις περάσει μερικές βδομάδες από τη μεγάλη πλημμύρα που κατέστρεψε τη Δυτική Αττική-, βρήκα ένα γερασμένο μπαρμπα-Κώστα, σωστό ράκος, για το γεγονός ότι τα νερά κατέστρεψαν τις δερμάτινες φιγούρες του.
Τον βρήκα ξαπλωμένο, τυλιγμένο στις κουβέρτες, έχοντας αγκαλιά τις αγαπημένες του φιγούρες του Καραγκιόζη και του Σταύρακα, δύο καμηλοδέρματα του αδερφού του, από τη δεκαετία του ’30, και αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης ξέσπασε σε αναφιλητά!
Την ίδια εποχή γνώρισα όμως, εκτός από τον Ορέστη, και το μεγάλο καραγκιοζοπαίχτη και τραγουδιστή Τάκη Μελλίδη και τη γυναίκα του, την κυρά Σταμάτα, δύο σπουδαίους ανθρώπους, με τους οποίους και συνδέθηκα, επίσης, με βαθιά φιλία κι αγάπη.
Δεν υπήρχε φορά που να κατεβώ από τη Θεσσαλονίκη και να μην πάω να τους δω. Τους θεωρούσα κάτι σαν μέρος της οικογένειάς μου και έκανα ό,τι μπορούσα και ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου να απαλύνω την απερίγραπτη φτώχεια τους.
Ζούσαν σ’ ένα ημιυπόγειο, ότου Γκύζη και σιτίζονταν ουσιαστικά από την ενορία τους. Ένιωθαν βαθιά θλίψη για το γεγονός ότι η Πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να τιμήσει τον κυρ Τάκη, παρότι ήταν ο ιδρυτής του Σωματείου Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών.
Την καραγκιοζοπαρέα μου συμπλήρωναν ο φίλος μου ο Νιόνιος Αλεξόπουλος, σπουδαία φωνή κι εξαίρετος ναΐφ ζωγράφος, ο συμπατριώτης μου και μεγάλος Ζακυνθινός καραγκιοζοπαίχτης Νιόνιος Πάτρας, αλλά κι οι δεκάδες άλλοι καραγκιοζοπαίχτες που γνώρισα και αγάπησα.
Κι ο Καραγκιόζης ξαναμπήκε στη ζωή μου:
-με τη μορφή του, σπουδαίου, Θανάση του Σπυρόπουλου, στο καλοκαιρινό θεατράκι του οποίου, στην Ανάκασα, στους Αγίους Αναργύρους, ξημεροβραδιαζόμουνα .-
-με τη μορφή του Γιώργου Χαρίδημου, του οποίου το θεατράκι στο Φανάρι του Διογένη τιμούσα ιδιαίτερα·
- με τη μορφή του Ορέστη, για χατίρι του οποίου ταξίδευα τρεις και τέσσερις φορές κάθε καλοκαίρι στον Πύργο, όπου καθόμουν πολλές μέρες, για να ευχαριστηθώ το παίξιμο αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη·
- με τη μορφή του ΦΟΘΚ, του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου και Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όπου μαζί με πολλούς φίλους και συμφοιτητές είχαμε φτιάξει την “ομάδα για Καραγκιόζη”, δίνοντας δωρεάν παραστάσεις για τους φοιτητές σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και σε γηροκομεία και σε ορφανοτροφεία·
- με τη μορφή του Μίμη του Μάνου, του φίλου μου καραγκιοζοπαίχτη και γιου του Κώστα Μάνου, με τον οποίο και παίξαμε πολλές φορές μαζί Καραγκιόζη, στο θεατράκι του στη Χρυσούπολη του Περιστερίου·
- με τη γνωριμία μου με το λάτρη του Καραγκιόζη Γιάννη Σκαρίμπα και το λησμονημένο ζωγράφο και συγγραφέα Τζούλιο Καΐμι·
- με τη μορφή της ΠΑΠΟΚ, της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, με την οποία και διοργάνωσα εκθέσεις φωτογραφίας και φιγούρας και παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια από τις οποίες τιμήθηκε με αναμνηστική πλακέτα ο μεγάλος Τάκης Μελλίδης·
- με άρθρα στον Τύπο, με ταινίες για την τότε ΕΡΤ με, με... Μέχρι που κάποιοι συμφοιτητές μου με προέτρεπαν να σταματήσω να σπουδάζω μηχανικός και να γίνω καραγκιοζοπαίχτης!
Όμως οι μεγάλοι καραγκιοζοπαίχτες και φίλοι μου, άνθρωποι κατά βάση μεγάλης πια ηλικίας, άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο.
Πρώτα πέθανε ο Τάκης Μελλίδης. Μετά ο Βασίλαρος. Μετά ο Λευτέρης ο Σπηλιωτόπουλος, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Παπακωνσταντίνου, ο Μίμαρος, ο Νιόνιος ο Αλεξόπουλος, ο, ο...
Δεν άντεχα άλλο να βλέπω τους μεγάλους της τέχνης του θεάτρου Σκιών να πεθαίνουν πάμφτωχοι και λησμονημένοι και η Πολιτεία να μην κάνει τίποτα γι’ αυτούς.
Δεν άντεχα να βλέπω τους θεμελιωτές της τέχνης του Καραγκιόζη να ζητιανεύουν, να γρατσουνάνε μια κιθάρα τα βράδια στις ταβέρνες, να πουλάνε σε επιτήδειους τις φιγούρες τους για να ζήσουν, και μετά να πεθαίνουν.
Και πέρασαν αρκετά χρόνια λύπης και σιωπής. Και πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι η λύπη μέσα μου να μετατραπεί σε οργή. Οι σύγχρονοί μου Νεοέλληνες δε γνώριζαν πια παρά μόνο τον Σπαθάρη.
Μια καινούργια φουρνιά επιτήδειων “συλλεκτών” καταλήστευαν τα αρχεία των καραγκιοζοπαιχτών, το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών επιχειρούσε να το αλώσει μια ομάδα ατάλαντων κι άνεργων ηθοποιών, το δε κράτος...
Αχ, αυτό το άθλιο το νεοελληνικό κράτος, που λεφτά έβρισκε για να μετακαλέσει ακόμα και συμφωνικές ορχήστρες της πλάκας, αχ, αυτά τα κόμματα που αποκλειστικά τον Σπαθάρη καλούσαν στα φεστιβάλ τους, αχ, αυτοί οι υπουργοί Πολιτισμού, που άλλοτε υπόσχονταν ψευδώς να ιδρύσουν μια Εθνική Σχολή Θεάτρου Σκιών κι ένα Μουσείο Καραγκιόζη κι άλλοτε δε δεχόντουσαν να δουν ούτε τη διοίκηση των καραγκιοζοπαιχτών, αχ, αυτοί οι ψευτομελετητές που νόμισαν ότι γνώριζαν τον Καραγκιόζη έχοντας δει δύο τρεις καραγκιοζοπαίχτες, έχοντας παρακολουθήσει τρεις τέσσερις παραστάσεις κι έχοντας διαβάσει τέσσερα πέντε φυλλάδια έργων που δεν παίχθηκαν ποτέ στον Καραγκιόζη!
Η λύπη μου είχε μετατραπεί πια σε οργή. Κι αυτό με ώθησε πριν από μερικά μόλις χρόνια να ξανασχοληθώ για τρίτη φορά με τον Καραγκιόζη. Δυστυχώς βέβαια, φαίνεται ότι για μένα οι πίκρες δεν είχαν πάρει τέλος, γιατί πρόσφατα πέθαναν κι ο Γιώργος ο Χαρίδημος, ο Αβραάμ ο Αντωνάκος, ο Σπύρος ο Καράμπαλης κι ο Ορέστης, ο σπουδαιότερος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καραγκιοζοπαίχτης των τελευταίων τριάντα χρόνων, και στον τάφο του, σε μια μικρή γωνίτσα του Β’ Νεκροταφείου της γενέτειρας του Καραγκιόζη, της Πάτρας, οι δημοτικοί άρχοντες της πόλης ούτε μία πινακίδα δεν έβαλαν για να θυμίζει τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη.
Η λύπη μου είχε μετατραπεί πια σε οργή και την οργή την επέτεινε κι η στενότερη γνωριμία μου με το σπουδαίο Μάνθο Αθηναίο, τον καλύτερο εκπρόσωπο της αθηναϊκής σχολής του Καραγκιόζη που άκουσα ποτέ, που, αν και τον είχα δει πάρα πολλές φορές από τη δεκαετία του ’70, τώρα, στην ωριμότητά του, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ανακάλυπτα έναν άνθρωπο που ήταν όχι μόνο σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά και μαχητής που αγωνιζόταν για τα δίκαια της τέχνης του.
Γιατί ο Μάνθος Αθηναίος δεν παίζει μόνο Καραγκιόζη. Ασκεί κοινωνική κριτική. Κι έτσι το μικρό αυτό βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, φίλες και φίλοι αναγνώστες, ενώ θα μπορούσε να είναι ένας απλός φόρος τιμής στους μεγάλους δασκάλους της τέχνης του Καραγκιόζη, είναι και κάτι περισσότερο, σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας, που έρχεται μέσα από τον λόγο των δεκάδων, πολλών αείμνηστων σήμερα, καραγκιοζοπαιχτών τους οποίους γνώρισα και αγάπησα και των οποίων κατέγραψα τη ζωή και το έργο.
Γιατί η φωνή τους είναι η ίδια η φωνή της Ελλάδας, που, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, αγωνίζεται να περισώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, την πολιτιστική της κληρονομιά, μέρος της οποίας, φυσικά, είναι και ο ελληνικός Καραγκιόζης...
Αθήνα, 15/1/2001
Ηταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου με πρωτοπήγε στον Καραγκιόζη.
Παραθερίζαμε τότε στο Λουτράκι, μια πόλη στην οποία μεσουρανούσε το άστρο του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Κωνσταντίνου Νταμαδάκη ή Καρεκλά. (…)
Παραθερίζαμε τότε στο Λουτράκι, μια πόλη στην οποία μεσουρανούσε το άστρο του μεγάλου καραγκιοζοπαίχτη Κωνσταντίνου Νταμαδάκη ή Καρεκλά. (…)
Δεν ήταν μια οποιαδήποτε πόλη της αδικημένης ελληνικής περιφέρειας τότε το Λουτράκι. Και σε καμιά περίπτωση δεν έμοιαζε με το σημερινό άχρωμο,·μολυσμένο και αρχιτεκτονικά κακοποιημένο πολεοδομικό συγκρότημα. (…)
Ο πατέρας μου δεν είχε στραμμένο το βλέμμα του αποκλειστικά προς τη Δύση και τον πολιτισμό της. Φρόντισε να δείξει στο γιο του και τον πολιτισμό που ήρθε από την Ανατολή και ρίζωσε στον τόπο μας. “Να αγαπάς, όσο ζεις, τον Καραγκιόζη”, ήταν τα λόγια που μου είπε ένα βράδυ. “Γιατί ο Καραγκιόζης είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει δημιουργήσει ο σύγχρονος Έλληνας τα τελευταία χρόνια”.
Τα λόγια του αυτά με συγκλόνισαν και, παρότι ήμουν παιδάκι τότε, δεν τα ξέχασα ποτέ. Έπρεπε βέβαια να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες, για να καταλάβω τι κρυβόταν πίσω από εκείνες τις μαυρόασπρες φωτογραφίες του οικογενειακού μας άλμπουμ από τη δεκαετία του ’50.
Το φόντο τους, πίσω από τα χαμόγελα των προσφιλών μου προσώπων, ήταν δυστυχώς το μελαγχολικό σκηνικό μιας Ελλάδας και των ανθρώπων της, που αφενός μεν έβγαιναν κατεστραμμένοι από τη δίνη του Εμφυλίου, αφετέρου δε ετοιμάζονταν, στο όνομα της χωρίς όρια ανάπτυξης, να αλλάξουν σε λίγα χρόνια τα τοπία που αγαπήσαμε, τις ανθρώπινες σχέσεις που βιώσαμε, τον πολιτισμό που θα θέλαμε να υπάρχει και σήμερα...
Όμως ο πατέρας μου, εκείνο το βράδυ, δε με είχε πάει στον Καραγκιόζη για να περάσω την ώρα μου και να κερδίσει τη δική του. Με είχε πάει για να με μυήσει σε μια τέχνη. (…)
Ο Κωνσταντίνος Νταμαδάκης ή Καρεκλάς δεν ήταν όποιος όποιος. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού θεάτρου Σκιών. Και μόνο το γεγονός ότι κατάφερνε να παίζει συνεχώς, για πενήντα και βάλε χρόνια, σε μια δύσκολη καραγκιοζομάνα πιάτσα σαν το Λουτράκι, έλεγε πολλά. Γιατί στο Λουτράκι, την εποχή εκείνη, ο κόσμος ήξερε Καραγκιόζη. Όχι σαν σήμερα όπου ο πρώτος τυχών και ατάλαντος ηθοποιός μεταμορφώνεται σε καραγκιοζοπαίχτη για να κοροϊδέψει τον κόσμο...
Ο πατέρας μου φρόντιζε βέβαια να με πηγαίνει και το χειμώνα στους αρκετούς και αξιόλογους μπερντέδες που υπήρχαν τότε στην Αθήνα και στον Πειραιά, όμως εγώ με τίποτα δεν μπορούσα να δεχτώ να ακούσω τη φωνή άλλου καραγκιοζοπαίχτη!
Για μένα ο Καραγκιόζης είχε ταυτιστεί με τη φωνή του Καρεκλά. Ή αυτός ή τίποτα! Σήμερα ο Καραγκιόζης, για μένα (και λυπάμαι αν θα πικράνω κάποιους), δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά οι φωνές του Μάνθου Αθηναίου και του Σπυρόπουλου.
Οι χειμώνες περνούσαν δύσκολα λοιπόν, με λίγο Καραγκιόζη, λίγο μπαρμπα-Μυτούση και λίγο κουκλοθέατρο, και ανυπομονούσα να έρθει το επόμενο καλοκαίρι για να ξαναρχίσουν οι παραστάσεις του Νταμαδάκη στο Λουτράκι.
Ο Νταμαδάκης έπαιζε τότε σε ένα μικρό θεατράκι στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ένα βράδυ, θα πρέπει να ήμουν οχτώ χρονών, το τόλμησα, δεν ξέρω πώς. Ήθελα να δω και τι υπήρχε πίσω από το λευκό πανί.
Τρυπώνω λοιπόν πίσω από τον μπερντέ, σε μια στιγμή που ο μπαρμπα-Κώστας, έτσι τον έλεγα, ήταν μαζί με τη γυναίκα του στο ταμείο, στην είσοδο του θεάτρου (1 δραχμή είχε το εισιτήριο, θυμάμαι!) και αρπάζω στα χέρια μου τη φιγούρα του Καραγκιόζη, την κολλάω λίγο άγαρμπα στο πανί κι αρχίζω να μιλάω με τη φωνή του ήρωα μου!
Δε θα πρέπει να πέρασε πολλή ώρα, κι αισθάνθηκα ένα χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Ήταν ο μαστρο-Κώστας. Φοβήθηκα μη με χτυπήσει για την απερισκεψία μου.
Όμως ο μαστρο-Κώστας δε με χτύπησε. Μου έπιασε απαλά τον ώμο και μου είπε: “Λάθος την κρατάς τη φιγούρα, παιδί μου. Έλα να σου δείξω πώς να την κρατάς”.
Με είχε ήδη προσέξει, ήξερε ότι κάθε βράδυ ερχόμουν και ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου.
Και δε μου έδειξε απλώς πώς να κρατάω τη φιγούρα, αλλά ένα βράδυ που έλειπε η κόρη του, η Λέλα, που, εκτός από καλή τραγουδίστρια τραγουδιών του Καραγκιόζη, ήταν και καλή βοηθός του, μου ζήτησε και να τον βοηθήσω.
Η καρδιά μου φτερούγιζε στα ουράνια! Εγώ βοηθός του Νταμαδάκη! Στην παρέα δε με πίστευαν!
Τα χρόνια περνούσαν ευτυχισμένα κι εγώ εξακολουθούσα να παίζω, έστω και σαν δεύτερος και τρίτος βοηθός, στον Καραγκιόζη. Τι τύχη! Άλλα παιδάκια της ηλικίας μου έπαιζαν με αυτοσχέδιες φιγούρες μεταξύ τους, κι εγώ με πραγματικές φιγούρες, για ένα πραγματικό κοινό! (…)
Η ευκαιρία για να ξανασχοληθώ με τον Καραγκιόζη μου δόθηκε το 1976. Φοιτητής στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης, για το χαρτζιλίκι και για το κέφι μου, δουλεύω γράφοντας άρθρα στα περιοδικά Ήχος και Ταξιδεύοντας. Κάποια στιγμή μου έρχεται η ιδέα να γράψω μια σειρά άρθρων με τίτλο: “Ο Ήχος του Καραγκιόζη”.
Πρώτη μου επαφή ο μεγάλος καραγκιοζοπαίχτης «Ορέστης» (Ανέστης Βακάλογλου), που τον είχα γνωρίσει δύο χρόνια νωρίτερα, σε κάποιο από τα ατέλειωτα ταξίδια μου στους ελληνικούς τόπους. Ο Ορέστης ήταν αυτός που με έφερε σε επαφή με το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών, που μου γνώρισε τους υπέροχους Νιόνιο Αλεξόπουλο, Παναγιωτάρα και Βασίλαρο, που μου έδωσε την ευχάριστη είδηση: Όχι! Ο Νταμαδάκης δεν είχε πεθάνει! Ζούσε φτωχός και λησμονημένος σε ένα σπίτι στο Περιστέρι.
Όταν πήγα να τον ξαναδώ -είχαν μόλις περάσει μερικές βδομάδες από τη μεγάλη πλημμύρα που κατέστρεψε τη Δυτική Αττική-, βρήκα ένα γερασμένο μπαρμπα-Κώστα, σωστό ράκος, για το γεγονός ότι τα νερά κατέστρεψαν τις δερμάτινες φιγούρες του.
Τον βρήκα ξαπλωμένο, τυλιγμένο στις κουβέρτες, έχοντας αγκαλιά τις αγαπημένες του φιγούρες του Καραγκιόζη και του Σταύρακα, δύο καμηλοδέρματα του αδερφού του, από τη δεκαετία του ’30, και αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης ξέσπασε σε αναφιλητά!
Την ίδια εποχή γνώρισα όμως, εκτός από τον Ορέστη, και το μεγάλο καραγκιοζοπαίχτη και τραγουδιστή Τάκη Μελλίδη και τη γυναίκα του, την κυρά Σταμάτα, δύο σπουδαίους ανθρώπους, με τους οποίους και συνδέθηκα, επίσης, με βαθιά φιλία κι αγάπη.
Δεν υπήρχε φορά που να κατεβώ από τη Θεσσαλονίκη και να μην πάω να τους δω. Τους θεωρούσα κάτι σαν μέρος της οικογένειάς μου και έκανα ό,τι μπορούσα και ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου να απαλύνω την απερίγραπτη φτώχεια τους.
Ζούσαν σ’ ένα ημιυπόγειο, ότου Γκύζη και σιτίζονταν ουσιαστικά από την ενορία τους. Ένιωθαν βαθιά θλίψη για το γεγονός ότι η Πολιτεία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να τιμήσει τον κυρ Τάκη, παρότι ήταν ο ιδρυτής του Σωματείου Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών.
Την καραγκιοζοπαρέα μου συμπλήρωναν ο φίλος μου ο Νιόνιος Αλεξόπουλος, σπουδαία φωνή κι εξαίρετος ναΐφ ζωγράφος, ο συμπατριώτης μου και μεγάλος Ζακυνθινός καραγκιοζοπαίχτης Νιόνιος Πάτρας, αλλά κι οι δεκάδες άλλοι καραγκιοζοπαίχτες που γνώρισα και αγάπησα.
Κι ο Καραγκιόζης ξαναμπήκε στη ζωή μου:
-με τη μορφή του, σπουδαίου, Θανάση του Σπυρόπουλου, στο καλοκαιρινό θεατράκι του οποίου, στην Ανάκασα, στους Αγίους Αναργύρους, ξημεροβραδιαζόμουνα .-
-με τη μορφή του Γιώργου Χαρίδημου, του οποίου το θεατράκι στο Φανάρι του Διογένη τιμούσα ιδιαίτερα·
- με τη μορφή του Ορέστη, για χατίρι του οποίου ταξίδευα τρεις και τέσσερις φορές κάθε καλοκαίρι στον Πύργο, όπου καθόμουν πολλές μέρες, για να ευχαριστηθώ το παίξιμο αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη·
- με τη μορφή του ΦΟΘΚ, του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου και Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όπου μαζί με πολλούς φίλους και συμφοιτητές είχαμε φτιάξει την “ομάδα για Καραγκιόζη”, δίνοντας δωρεάν παραστάσεις για τους φοιτητές σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και σε γηροκομεία και σε ορφανοτροφεία·
- με τη μορφή του Μίμη του Μάνου, του φίλου μου καραγκιοζοπαίχτη και γιου του Κώστα Μάνου, με τον οποίο και παίξαμε πολλές φορές μαζί Καραγκιόζη, στο θεατράκι του στη Χρυσούπολη του Περιστερίου·
- με τη γνωριμία μου με το λάτρη του Καραγκιόζη Γιάννη Σκαρίμπα και το λησμονημένο ζωγράφο και συγγραφέα Τζούλιο Καΐμι·
- με τη μορφή της ΠΑΠΟΚ, της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, με την οποία και διοργάνωσα εκθέσεις φωτογραφίας και φιγούρας και παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, σε κάποια από τις οποίες τιμήθηκε με αναμνηστική πλακέτα ο μεγάλος Τάκης Μελλίδης·
- με άρθρα στον Τύπο, με ταινίες για την τότε ΕΡΤ με, με... Μέχρι που κάποιοι συμφοιτητές μου με προέτρεπαν να σταματήσω να σπουδάζω μηχανικός και να γίνω καραγκιοζοπαίχτης!
Όμως οι μεγάλοι καραγκιοζοπαίχτες και φίλοι μου, άνθρωποι κατά βάση μεγάλης πια ηλικίας, άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο.
Πρώτα πέθανε ο Τάκης Μελλίδης. Μετά ο Βασίλαρος. Μετά ο Λευτέρης ο Σπηλιωτόπουλος, ο μπαρμπα-Γιάννης ο Παπακωνσταντίνου, ο Μίμαρος, ο Νιόνιος ο Αλεξόπουλος, ο, ο...
Δεν άντεχα άλλο να βλέπω τους μεγάλους της τέχνης του θεάτρου Σκιών να πεθαίνουν πάμφτωχοι και λησμονημένοι και η Πολιτεία να μην κάνει τίποτα γι’ αυτούς.
Δεν άντεχα να βλέπω τους θεμελιωτές της τέχνης του Καραγκιόζη να ζητιανεύουν, να γρατσουνάνε μια κιθάρα τα βράδια στις ταβέρνες, να πουλάνε σε επιτήδειους τις φιγούρες τους για να ζήσουν, και μετά να πεθαίνουν.
Και πέρασαν αρκετά χρόνια λύπης και σιωπής. Και πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι η λύπη μέσα μου να μετατραπεί σε οργή. Οι σύγχρονοί μου Νεοέλληνες δε γνώριζαν πια παρά μόνο τον Σπαθάρη.
Μια καινούργια φουρνιά επιτήδειων “συλλεκτών” καταλήστευαν τα αρχεία των καραγκιοζοπαιχτών, το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαιχτών επιχειρούσε να το αλώσει μια ομάδα ατάλαντων κι άνεργων ηθοποιών, το δε κράτος...
Αχ, αυτό το άθλιο το νεοελληνικό κράτος, που λεφτά έβρισκε για να μετακαλέσει ακόμα και συμφωνικές ορχήστρες της πλάκας, αχ, αυτά τα κόμματα που αποκλειστικά τον Σπαθάρη καλούσαν στα φεστιβάλ τους, αχ, αυτοί οι υπουργοί Πολιτισμού, που άλλοτε υπόσχονταν ψευδώς να ιδρύσουν μια Εθνική Σχολή Θεάτρου Σκιών κι ένα Μουσείο Καραγκιόζη κι άλλοτε δε δεχόντουσαν να δουν ούτε τη διοίκηση των καραγκιοζοπαιχτών, αχ, αυτοί οι ψευτομελετητές που νόμισαν ότι γνώριζαν τον Καραγκιόζη έχοντας δει δύο τρεις καραγκιοζοπαίχτες, έχοντας παρακολουθήσει τρεις τέσσερις παραστάσεις κι έχοντας διαβάσει τέσσερα πέντε φυλλάδια έργων που δεν παίχθηκαν ποτέ στον Καραγκιόζη!
Η λύπη μου είχε μετατραπεί πια σε οργή. Κι αυτό με ώθησε πριν από μερικά μόλις χρόνια να ξανασχοληθώ για τρίτη φορά με τον Καραγκιόζη. Δυστυχώς βέβαια, φαίνεται ότι για μένα οι πίκρες δεν είχαν πάρει τέλος, γιατί πρόσφατα πέθαναν κι ο Γιώργος ο Χαρίδημος, ο Αβραάμ ο Αντωνάκος, ο Σπύρος ο Καράμπαλης κι ο Ορέστης, ο σπουδαιότερος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, καραγκιοζοπαίχτης των τελευταίων τριάντα χρόνων, και στον τάφο του, σε μια μικρή γωνίτσα του Β’ Νεκροταφείου της γενέτειρας του Καραγκιόζη, της Πάτρας, οι δημοτικοί άρχοντες της πόλης ούτε μία πινακίδα δεν έβαλαν για να θυμίζει τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη.
Η λύπη μου είχε μετατραπεί πια σε οργή και την οργή την επέτεινε κι η στενότερη γνωριμία μου με το σπουδαίο Μάνθο Αθηναίο, τον καλύτερο εκπρόσωπο της αθηναϊκής σχολής του Καραγκιόζη που άκουσα ποτέ, που, αν και τον είχα δει πάρα πολλές φορές από τη δεκαετία του ’70, τώρα, στην ωριμότητά του, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ανακάλυπτα έναν άνθρωπο που ήταν όχι μόνο σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά και μαχητής που αγωνιζόταν για τα δίκαια της τέχνης του.
Γιατί ο Μάνθος Αθηναίος δεν παίζει μόνο Καραγκιόζη. Ασκεί κοινωνική κριτική. Κι έτσι το μικρό αυτό βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, φίλες και φίλοι αναγνώστες, ενώ θα μπορούσε να είναι ένας απλός φόρος τιμής στους μεγάλους δασκάλους της τέχνης του Καραγκιόζη, είναι και κάτι περισσότερο, σαν μια κραυγή διαμαρτυρίας, που έρχεται μέσα από τον λόγο των δεκάδων, πολλών αείμνηστων σήμερα, καραγκιοζοπαιχτών τους οποίους γνώρισα και αγάπησα και των οποίων κατέγραψα τη ζωή και το έργο.
Γιατί η φωνή τους είναι η ίδια η φωνή της Ελλάδας, που, σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, αγωνίζεται να περισώσει ό,τι πολυτιμότερο έχει, την πολιτιστική της κληρονομιά, μέρος της οποίας, φυσικά, είναι και ο ελληνικός Καραγκιόζης...
Αθήνα, 15/1/2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου