Δημήτρης Μόλλας, Ο Καραγκιόζης μας ελληνικό θέατρο σκιών,
Σύγχρονη εποχή, Απρίλιος 2002. Διαθέτει ένα πλούσιο εικονογραφικό υλικό
με τις προσωπικές του φιγούρες για το θέατρο σκιών.
Από τον τίτλο και μόνο, μπορεί κανείς να συμπεράνει, ότι στο βιβλίο του αυτό ο Δημήτρης Μόλλας, δεν έχει τον πρόθεση να υποστηρίξει στο παραμικρό το ενδεχόμενο ότι ο Καραγκιόζης είναι γέννημα-θρέμμα της γειτονικής μας χώρας.
Τα επιχειρήματα που αντλεί στηρίζονται γύρω από τη δημιουργία του θεάτρου –γενικά και ειδικά.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στο Θέατρο Σκιών και την καταγωγή του. Ο συγγραφέας του παραθέτει αρχικά, τις εκδοχές που υπάρχουν σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη όχι σαν γέννημα θεατρικού είδους, αλλά σαν υπαρκτό πρόσωπο. Από τις τέσσερις που αναφέρονται οι τρεις είναι Τουρκικής προέλευσης, στις οποίες ο Καραγκιόζης είτε ήταν Μπέης με πολλά τσιφλίκια και με βοηθό τον Χατζηαειβάτη, είτε ήταν ένας κυνικός φιλόσοφος στα χρόνια του Ιουστινιανού με φίλο τον αυτοκρατορικό ταχυδρόμο Χατζή Αειβάτη ή είτε (και η πιο επικρατέστερη ιστορία) ο Καραγκιόζης ήταν εργάτης στο Μπλε Τζαμί («Σουλεϊμανέ- Τζαμί » κατά τον συγγραφέα). Σε αυτές τις απόψεις αντιτίθεται η ελληνική κατά την οποία το θέαμα αυτό το δημιούργησε ένας Υδραίος ναυτοέμπορος στην Κίνα ο Γιώργος Μαυρομάτης τον 19ο αιώνα, με αφορμή τη φυλλάδα Μπερτόλδου. Το είδος αυτό γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Κωνσταντινούπολη και το μιμήθηκαν Τούρκοι, Εβραίοι και ο Βράχαλης, ο οποίος το παρουσίασε στην Αθήνα το 1860.
Οι παραπάνω εκδοχές δεν καλύπτουν το κενό της καταγωγής του Καραγκιόζη, γι ‘ αυτό και ο συγγραφέας καταλαβαίνοντάς το, προβαίνει σε εκτενή επιχειρηματολογία για να πείσει τόσο τον αναγνώστη, όσο και τους «Καραγκιοζολόγους» που τείνουν στην Τούρκικη ιθαγένειά του, ότι το Θέατρο Σκιών είναι “προϊόν” ελληνικής παραγωγής. Τα επιχειρήματά του, βασίζονται κυρίως, στην ιστορία της χώρας μας. Και πώς αποδεικνύει ότι το Θέατρο Σκιών είναι ελληνικό; Μα φυσικά ανάγοντάς το σε ομοιότητες με το αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Κατά τον Δημήτρη Μόλλα, οι Έλληνες διεκδικούμε τη καταγωγή του Καραγκιόζη από τη:
κεντρική ιδέα των Ελευσίνιων Μυστηρίων (με την εμφάνιση του Ιεροφάντη ),
από τον Πλάτωνα με τον «κόσμο των ιδεών»,
από τους Ίωνες και τη φιλοσοφία τους «δε βλέπει με τα φυσικά του μάτια αλλά με το νου»,
από τον Πυθαγόρα και συγκεκριμένα από την εκπόνηση της διδασκαλίας του (δίδασκε τους μαθητές του σε ένα άδυτο χωρισμένο στα δύο με μια οθόνη στην οποία οι μαθητές έβλεπαν τη σκιά του δασκάλου τους),
και από τον Αίσωπο όπου ετυμολογικά το όνομά του σημαίνει Μαυρομάτης,
από τους συγγραφείς-σκηνοθέτες της αρχαιότητας που είχαν το έργο στο μυαλό τους και το μετέφεραν στους ηθοποιούς τους,
από την ταύτιση του Καραγκιόζη με τον Ήρωα της αρχαίας τραγωδίας, ο οποίος στο τέλος θα χειροκροτηθεί επειδή «τόλμησε» κι ας συντρίφτηκε νωρίτερα
και γενικότερα από τα δομικά στοιχεία μίας αρχαίας ελληνικής παράστασης (σκηνικός χώρος -> ύπαιθρος, έναρξη παράστασης από αφηγητή-> Χορός ή ρόλος, παρουσίαση σημαντικού προσώπου πριν εμφανιστεί στη σκηνή, σκηνική παρουσία δίχως εκφράσεις -> προσωπεία, συγκεκριμένη κίνηση-> κοθόρνοι, υπόθεση / πρόβλημα έργου είναι γνωστό από την αρχή).
Αλλά και οι μετέπειτα χρόνοι δίνουν αφορμές στον συγγραφέα να διεκδικήσει την ελληνική καταγωγή του Καραγκιόζη από
έναν Ιεράρχη ο οποίος, στηλιτεύει τα ελληνικά κατάλοιπα που υπάρχουν στο βυζαντινό όχλο και που «εν ταις Ακραίες (φτωχογειτονιές) της βασιλευούσης… κατά τεθνεώσας ειδωλικάς σκιώδους φωτός παραστάσεις εν οθονίοις, ευωχουμένους γέλωτος, μώμον πάντων, αισχρόν κι αντίχριστον… »,
από την κατάληξη –ογλου που δηλώνει την ελληνική ρίζα του προσώπου,
από την ομολογία των Τούρκων ότι μάλλον είναι Αθίγγανος και σαν ιδέα ίσως να προέρχεται από την Αφρική,
από την ετυμολογία του ονόματος Καραγκιόζη που είναι πολύ υποτιμητικό (καρα= μαύρος) και κανένας Τούρκος δεν υπάρχει με αυτό το όνομα,
από την ονομασία του τούρκικου Καραγκιόζη «Κιουστερί Μεϊντάν»
από τη διττή του υπόσταση (θρησκευτικός και φαλλικός)
από το σκηνικό, το οποίο δεν υπάρχει στους Τούρκους.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας, προβαίνει στον διπλό τριμερή διαχωρισμό των φιγούρων: ασπρόμαυρες – σκαλιστές – χρωματιστές και στις κλασσικές -νεοελληνικές – σύγχρονες ή επίκαιρες, δηλώνοντας ότι οι ελληνικές φιγούρες είναι επηρεασμένες μόνο από την Ηπειρωτική Σχολή και όχι από Κιουστερί Μεϊντάν . Στο τέλος της υποενότητας καλεί τους αναγνώστες του βιβλίου να δημιουργήσουν τη δική τους φιγούρα ακολουθώντας τις οδηγίες του, ενώ αμέσως αργότερα παρουσιάζει τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, τα χαρακτηριστικά και την καταγωγή τους.
Στο ίδιο κεφάλαιο, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τα «βοηθητικά» της παράστασης (φωτισμούς, ηχητικά εφέ κλπ), με τα χαρακτηριστικά των καραγκιοζοπαιχτών και σε μια εκτενή καταγραφή όλων των καραγκιοζοπαιχτών (ονομαστική με την ακολουθία ενός σύντομου βιογραφικού για τους περισσότερους)που είτε άνηκαν στην «Μικρή συντροφιά», είτε στην «Πατρινή σχολή» ή ήταν ανεξάρτητοι (συγκεκριμένα ο Δημήτρης Μόλλα κατέγραψε 216 ονόματα, ενώ νωρίτερα είχε αφιερώσει μία ενότητα στον πατέρα του Αντώνη Μόλλα).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, στηρίζεται στο Λόγο. Ο Λόγος του Καραγκιόζη, κατά τον συγγραφέα, στηρίζεται στο ΚΕΙΜΕΝΟ (δηλ στην προφορική παράδοση –κάνοντας αναγωγή και στον Όμηρο), στην ΚΟΥΒΕΝΤΑ (αυτά που πραγματεύεται ο Καραγκιόζης π.χ. «χορτάτοι – πεινασμένοι»), στην ΥΠΑΡΞΗ (δηλ, στην αφαιρετική φύση της σύστασης του Θεάτρου Σκιών, που έλκει τα νοήματα, τα ενσαρκώνει και τα ωθεί στην ανανέωση), στη ΛΟΓΙΚΗ (ο Καραγκιόζης είναι θέατρο του παραλόγου και όλα δίνονται με τη λογική και τη φιλοσοφία), στη ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Ο Καραγκιόζης είναι λαϊκοφιλόσοφος κι αγαπά τη σοφία. Η φιλοσοφία του είναι φυσική-> φιγούρες, σκηνικά, υπερφυσική-> η παράστασή του που παράγεται και αναπαράγεται και μεταφυσική-> θέατρο αψύχων, έλλειψη ζωής φιγούρων και κομμάτιασμα ψυχής τεχνίτη) και από τον αργό ΡΥΘΜΟ (το συνδυασμό όλων των παραπάνω).
Τη σκυτάλη ο Καραγκιοζοπαίχτης, τη δίνει στα στοιχεία που συγκροτούν τη παράσταση:
1. Η εποχή (η χρονολόγηση των διαδραματιζομένων –η παράσταση δηλ είναι σε συγκεκριμένο χρόνο, όμως οι ήρωες του είναι από διαφορετικές εποχές ή δεν έζησα ποτέ)
2. Το κλίμα (περίοδος Τουρκοκρατίας: είναι διαχρονική και παράλληλα αποτελεί «κάλυψη», ώστε να μπορεί να στέλνει ο καραγκιόζης τα μηνύματά του )
3. Η τεχνική (η ιεροτελεστία του τεχνίτη από την έναρξη της παράστασης έως το τέλος, ο τονισμός ομιλιών των φιγούρων: Σολ-> Μπαρμπαγιώργος, Ντο-> Καραγκιόζης, Μι-> Χατζηαειβάτης)
4. Ο πρόλογος (ο οποίος γίνεται από το άτομο που δεν έχει μέγιστη συμμετοχή στην παράσταση), η δεύτερη πράξη (ο θεατής ψάχνει τη μεγάλη σύγκρουση πλάθοντας το αποτέλεσμα με το μυαλό του), η τρίτη πράξη (όλες οι πιθανές λύσεις του προβλήματος δεν είχαν δίοδο και η λύση έρχεται «από μηχανής θεό» που προσφέρει το χαρούμενο τέλος)
και στη συνέχεια προβαίνει στην καταγραφή είκοσι-τριών «παραστάσεων-μήτρες» (εκ των οποίων οι οχτώ είναι τούρκικες, οι πέντε ανήκουν στην Ηπειρωτική Σχολή και οι υπόλοιπες δέκα είναι μεταγενέστερες), στη δημιουργία αφισών (υλικά, χρώματα και αίτια μη επιβίωσής τους), αλλά και στην αναφορά της «χρυσής εποχής» του Θεάτρου Σκιών.
Προς το τέλος του δεύτερου μέρους, ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί με την Τέχνη και με τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται. Σχολιάζει το Μουσικό Θέατρο, τη Λογοτεχνία, τη Ζωγραφική σε συνάφεια πάντα με τον Καραγκιόζη.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου αποσκοπεί στην τοποθέτησή του είδους στο Σήμερα. Ο Μόλλας σχολιάζει την εποχή, και εστιάζει κυρίως στα «χτυπήματα» όπως δηλώνει ο ίδιος του Θεάτρου Σκιών. Ονοματίζει τους εχθρούς του Καραγκιόζη οι οποίοι είναι:
1. Ο Κινηματογράφος (ο οποίος δεν είναι τέχνη, αλλά έχει απεριόριστες δυνατότητες σε αφηγηματική παράσταση και χρώμα)
2. Το Κράτος με τις επιχορηγήσεις του (όπου είναι υπεύθυνο για τη διαφθορά των νέων και τη μη ψυχαγωγία (μέσω του Καραγκιόζη) των ανηλίκων ή των ατόμων που βρίσκονται στα νοσοκομεία, στο στρατό, στις κατασκηνώσεις)
3. Οι Καραγκιοζολόγοι (γιατί –κυρίως- αμφισβητούν τη γνώση και τη γνώμη των Καραγκιοζοπαιχτών)
4. Οι Καραγκιοζοπαίχτες (οι οποίοι ακολούθησαν το επάγγελμα αυτό από τους γονείς τους με μίσος και το περνούν και στη δουλειά τους. Εκείνοι είναι οι υπεύθυνοι που οι Καραγκιοζολόγοι αποκαλούν τον Καραγκιόζη άτεχνο – ετερόφωτο – αισχρό).
«Ο Καραγκιόζης μας», ολοκληρώνεται με δύο παραρτήματα και με τις εικονογραφημένες φιγούρες του συγγραφέα του.
πηγή. theatroskiwn.wordpress.com
Από τον τίτλο και μόνο, μπορεί κανείς να συμπεράνει, ότι στο βιβλίο του αυτό ο Δημήτρης Μόλλας, δεν έχει τον πρόθεση να υποστηρίξει στο παραμικρό το ενδεχόμενο ότι ο Καραγκιόζης είναι γέννημα-θρέμμα της γειτονικής μας χώρας.
Τα επιχειρήματα που αντλεί στηρίζονται γύρω από τη δημιουργία του θεάτρου –γενικά και ειδικά.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναφέρεται στο Θέατρο Σκιών και την καταγωγή του. Ο συγγραφέας του παραθέτει αρχικά, τις εκδοχές που υπάρχουν σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη όχι σαν γέννημα θεατρικού είδους, αλλά σαν υπαρκτό πρόσωπο. Από τις τέσσερις που αναφέρονται οι τρεις είναι Τουρκικής προέλευσης, στις οποίες ο Καραγκιόζης είτε ήταν Μπέης με πολλά τσιφλίκια και με βοηθό τον Χατζηαειβάτη, είτε ήταν ένας κυνικός φιλόσοφος στα χρόνια του Ιουστινιανού με φίλο τον αυτοκρατορικό ταχυδρόμο Χατζή Αειβάτη ή είτε (και η πιο επικρατέστερη ιστορία) ο Καραγκιόζης ήταν εργάτης στο Μπλε Τζαμί («Σουλεϊμανέ- Τζαμί » κατά τον συγγραφέα). Σε αυτές τις απόψεις αντιτίθεται η ελληνική κατά την οποία το θέαμα αυτό το δημιούργησε ένας Υδραίος ναυτοέμπορος στην Κίνα ο Γιώργος Μαυρομάτης τον 19ο αιώνα, με αφορμή τη φυλλάδα Μπερτόλδου. Το είδος αυτό γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Κωνσταντινούπολη και το μιμήθηκαν Τούρκοι, Εβραίοι και ο Βράχαλης, ο οποίος το παρουσίασε στην Αθήνα το 1860.
Οι παραπάνω εκδοχές δεν καλύπτουν το κενό της καταγωγής του Καραγκιόζη, γι ‘ αυτό και ο συγγραφέας καταλαβαίνοντάς το, προβαίνει σε εκτενή επιχειρηματολογία για να πείσει τόσο τον αναγνώστη, όσο και τους «Καραγκιοζολόγους» που τείνουν στην Τούρκικη ιθαγένειά του, ότι το Θέατρο Σκιών είναι “προϊόν” ελληνικής παραγωγής. Τα επιχειρήματά του, βασίζονται κυρίως, στην ιστορία της χώρας μας. Και πώς αποδεικνύει ότι το Θέατρο Σκιών είναι ελληνικό; Μα φυσικά ανάγοντάς το σε ομοιότητες με το αρχαίο ελληνικό θέατρο.
Κατά τον Δημήτρη Μόλλα, οι Έλληνες διεκδικούμε τη καταγωγή του Καραγκιόζη από τη:
κεντρική ιδέα των Ελευσίνιων Μυστηρίων (με την εμφάνιση του Ιεροφάντη ),
από τον Πλάτωνα με τον «κόσμο των ιδεών»,
από τους Ίωνες και τη φιλοσοφία τους «δε βλέπει με τα φυσικά του μάτια αλλά με το νου»,
από τον Πυθαγόρα και συγκεκριμένα από την εκπόνηση της διδασκαλίας του (δίδασκε τους μαθητές του σε ένα άδυτο χωρισμένο στα δύο με μια οθόνη στην οποία οι μαθητές έβλεπαν τη σκιά του δασκάλου τους),
και από τον Αίσωπο όπου ετυμολογικά το όνομά του σημαίνει Μαυρομάτης,
από τους συγγραφείς-σκηνοθέτες της αρχαιότητας που είχαν το έργο στο μυαλό τους και το μετέφεραν στους ηθοποιούς τους,
από την ταύτιση του Καραγκιόζη με τον Ήρωα της αρχαίας τραγωδίας, ο οποίος στο τέλος θα χειροκροτηθεί επειδή «τόλμησε» κι ας συντρίφτηκε νωρίτερα
και γενικότερα από τα δομικά στοιχεία μίας αρχαίας ελληνικής παράστασης (σκηνικός χώρος -> ύπαιθρος, έναρξη παράστασης από αφηγητή-> Χορός ή ρόλος, παρουσίαση σημαντικού προσώπου πριν εμφανιστεί στη σκηνή, σκηνική παρουσία δίχως εκφράσεις -> προσωπεία, συγκεκριμένη κίνηση-> κοθόρνοι, υπόθεση / πρόβλημα έργου είναι γνωστό από την αρχή).
Αλλά και οι μετέπειτα χρόνοι δίνουν αφορμές στον συγγραφέα να διεκδικήσει την ελληνική καταγωγή του Καραγκιόζη από
έναν Ιεράρχη ο οποίος, στηλιτεύει τα ελληνικά κατάλοιπα που υπάρχουν στο βυζαντινό όχλο και που «εν ταις Ακραίες (φτωχογειτονιές) της βασιλευούσης… κατά τεθνεώσας ειδωλικάς σκιώδους φωτός παραστάσεις εν οθονίοις, ευωχουμένους γέλωτος, μώμον πάντων, αισχρόν κι αντίχριστον… »,
από την κατάληξη –ογλου που δηλώνει την ελληνική ρίζα του προσώπου,
από την ομολογία των Τούρκων ότι μάλλον είναι Αθίγγανος και σαν ιδέα ίσως να προέρχεται από την Αφρική,
από την ετυμολογία του ονόματος Καραγκιόζη που είναι πολύ υποτιμητικό (καρα= μαύρος) και κανένας Τούρκος δεν υπάρχει με αυτό το όνομα,
από την ονομασία του τούρκικου Καραγκιόζη «Κιουστερί Μεϊντάν»
από τη διττή του υπόσταση (θρησκευτικός και φαλλικός)
από το σκηνικό, το οποίο δεν υπάρχει στους Τούρκους.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας, προβαίνει στον διπλό τριμερή διαχωρισμό των φιγούρων: ασπρόμαυρες – σκαλιστές – χρωματιστές και στις κλασσικές -νεοελληνικές – σύγχρονες ή επίκαιρες, δηλώνοντας ότι οι ελληνικές φιγούρες είναι επηρεασμένες μόνο από την Ηπειρωτική Σχολή και όχι από Κιουστερί Μεϊντάν . Στο τέλος της υποενότητας καλεί τους αναγνώστες του βιβλίου να δημιουργήσουν τη δική τους φιγούρα ακολουθώντας τις οδηγίες του, ενώ αμέσως αργότερα παρουσιάζει τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, τα χαρακτηριστικά και την καταγωγή τους.
Στο ίδιο κεφάλαιο, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τα «βοηθητικά» της παράστασης (φωτισμούς, ηχητικά εφέ κλπ), με τα χαρακτηριστικά των καραγκιοζοπαιχτών και σε μια εκτενή καταγραφή όλων των καραγκιοζοπαιχτών (ονομαστική με την ακολουθία ενός σύντομου βιογραφικού για τους περισσότερους)που είτε άνηκαν στην «Μικρή συντροφιά», είτε στην «Πατρινή σχολή» ή ήταν ανεξάρτητοι (συγκεκριμένα ο Δημήτρης Μόλλα κατέγραψε 216 ονόματα, ενώ νωρίτερα είχε αφιερώσει μία ενότητα στον πατέρα του Αντώνη Μόλλα).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, στηρίζεται στο Λόγο. Ο Λόγος του Καραγκιόζη, κατά τον συγγραφέα, στηρίζεται στο ΚΕΙΜΕΝΟ (δηλ στην προφορική παράδοση –κάνοντας αναγωγή και στον Όμηρο), στην ΚΟΥΒΕΝΤΑ (αυτά που πραγματεύεται ο Καραγκιόζης π.χ. «χορτάτοι – πεινασμένοι»), στην ΥΠΑΡΞΗ (δηλ, στην αφαιρετική φύση της σύστασης του Θεάτρου Σκιών, που έλκει τα νοήματα, τα ενσαρκώνει και τα ωθεί στην ανανέωση), στη ΛΟΓΙΚΗ (ο Καραγκιόζης είναι θέατρο του παραλόγου και όλα δίνονται με τη λογική και τη φιλοσοφία), στη ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Ο Καραγκιόζης είναι λαϊκοφιλόσοφος κι αγαπά τη σοφία. Η φιλοσοφία του είναι φυσική-> φιγούρες, σκηνικά, υπερφυσική-> η παράστασή του που παράγεται και αναπαράγεται και μεταφυσική-> θέατρο αψύχων, έλλειψη ζωής φιγούρων και κομμάτιασμα ψυχής τεχνίτη) και από τον αργό ΡΥΘΜΟ (το συνδυασμό όλων των παραπάνω).
Τη σκυτάλη ο Καραγκιοζοπαίχτης, τη δίνει στα στοιχεία που συγκροτούν τη παράσταση:
1. Η εποχή (η χρονολόγηση των διαδραματιζομένων –η παράσταση δηλ είναι σε συγκεκριμένο χρόνο, όμως οι ήρωες του είναι από διαφορετικές εποχές ή δεν έζησα ποτέ)
2. Το κλίμα (περίοδος Τουρκοκρατίας: είναι διαχρονική και παράλληλα αποτελεί «κάλυψη», ώστε να μπορεί να στέλνει ο καραγκιόζης τα μηνύματά του )
3. Η τεχνική (η ιεροτελεστία του τεχνίτη από την έναρξη της παράστασης έως το τέλος, ο τονισμός ομιλιών των φιγούρων: Σολ-> Μπαρμπαγιώργος, Ντο-> Καραγκιόζης, Μι-> Χατζηαειβάτης)
4. Ο πρόλογος (ο οποίος γίνεται από το άτομο που δεν έχει μέγιστη συμμετοχή στην παράσταση), η δεύτερη πράξη (ο θεατής ψάχνει τη μεγάλη σύγκρουση πλάθοντας το αποτέλεσμα με το μυαλό του), η τρίτη πράξη (όλες οι πιθανές λύσεις του προβλήματος δεν είχαν δίοδο και η λύση έρχεται «από μηχανής θεό» που προσφέρει το χαρούμενο τέλος)
και στη συνέχεια προβαίνει στην καταγραφή είκοσι-τριών «παραστάσεων-μήτρες» (εκ των οποίων οι οχτώ είναι τούρκικες, οι πέντε ανήκουν στην Ηπειρωτική Σχολή και οι υπόλοιπες δέκα είναι μεταγενέστερες), στη δημιουργία αφισών (υλικά, χρώματα και αίτια μη επιβίωσής τους), αλλά και στην αναφορά της «χρυσής εποχής» του Θεάτρου Σκιών.
Προς το τέλος του δεύτερου μέρους, ο συγγραφέας επιλέγει να ασχοληθεί με την Τέχνη και με τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται. Σχολιάζει το Μουσικό Θέατρο, τη Λογοτεχνία, τη Ζωγραφική σε συνάφεια πάντα με τον Καραγκιόζη.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου αποσκοπεί στην τοποθέτησή του είδους στο Σήμερα. Ο Μόλλας σχολιάζει την εποχή, και εστιάζει κυρίως στα «χτυπήματα» όπως δηλώνει ο ίδιος του Θεάτρου Σκιών. Ονοματίζει τους εχθρούς του Καραγκιόζη οι οποίοι είναι:
1. Ο Κινηματογράφος (ο οποίος δεν είναι τέχνη, αλλά έχει απεριόριστες δυνατότητες σε αφηγηματική παράσταση και χρώμα)
2. Το Κράτος με τις επιχορηγήσεις του (όπου είναι υπεύθυνο για τη διαφθορά των νέων και τη μη ψυχαγωγία (μέσω του Καραγκιόζη) των ανηλίκων ή των ατόμων που βρίσκονται στα νοσοκομεία, στο στρατό, στις κατασκηνώσεις)
3. Οι Καραγκιοζολόγοι (γιατί –κυρίως- αμφισβητούν τη γνώση και τη γνώμη των Καραγκιοζοπαιχτών)
4. Οι Καραγκιοζοπαίχτες (οι οποίοι ακολούθησαν το επάγγελμα αυτό από τους γονείς τους με μίσος και το περνούν και στη δουλειά τους. Εκείνοι είναι οι υπεύθυνοι που οι Καραγκιοζολόγοι αποκαλούν τον Καραγκιόζη άτεχνο – ετερόφωτο – αισχρό).
«Ο Καραγκιόζης μας», ολοκληρώνεται με δύο παραρτήματα και με τις εικονογραφημένες φιγούρες του συγγραφέα του.
πηγή. theatroskiwn.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου